ακολουθούμαι

ακολουθούμαι
ακολουθούμαι, ακολουθήθηκα βλ. πίν. 74
——————
Σημειώσεις:
ακολουθώ, ακολουθούμαι : στον προφορικό λόγο και στη λογοτεχνία απαντάται και η κλίση σε -άω (βλ. πίν. 58 , 59 ).
Συχνή η προστακτική ακολούθα, ακολουθάτε.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κωδωνοφορώ — (Α κωδωνοφορῶ, έω) φέρω ή έχω κουδούνια αρχ. 1. επιθεωρώ τους φρουρούς κρατώντας ένα κουδούνι («κωδωνοφορῶν περίτρεχε, καὶ κάθευδ ὲκεῑ», Αριστοφ.) 2. παθ. κωδωνοφοροῡμαι (για βασιλιά) ακολουθούμαι από ανθρώπους που κρατούν κουδούνια. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • συμπερινοστώ — έω, Α 1. γυρίζω εδώ και εκεί μαζί με άλλον 2. ακολουθούμαι κατά την κίνησή μου από κάποιον («συμπερινοστεῑ τῇ σκιᾷ ἡ γῆ», Κλεομήδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + περινοστῶ «γυρίζω εδώ κι εκεί»] …   Dictionary of Greek

  • ακολουθώ — ακολουθώ, ακολούθησα βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: ακολουθώ, ακολουθούμαι : στον προφορικό λόγο και στη λογοτεχνία απαντάται και η κλίση σε άω (βλ. πίν. 58 , 59 ). Συχνή η προστακτική ακολούθα, ακολουθάτε …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”